- έναιρε
- ἔναιρεἐναίρωslay: pres imperat act 2nd sg (epic )ἐναίρωslay: imperf ind act 3rd sg (epic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἔναιρε — ἐναίρω slay pres imperat act 2nd sg (epic) ἐναίρω slay imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναίρω — ἐναίρω και ἐνναίρω (Α) 1. φονεύω, σκοτώνω σε μάχη (α. «ἐκ τοῡ δὴ τόξοισι δεδεγμένος ἄνδρας ἐναίρω», Ομ. Ιλ.) β) «κάπρους τ ἔναιρε», Πίνδ.) 2. (για πράγμ.) φθείρω, καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξαφανίζω … Dictionary of Greek